- πορτόφυλλο
- τοτο φύλλο της πόρτας, θυρόφυλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορτόφυλλο — το, Ν το φύλλο τής πόρτας, το θυρόφυλλο … Dictionary of Greek
θυρόφυλλο — το καθένα από τα κινητά μέρη τής θύρας, το πορτόφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. les battants. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Δ. Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
θυρόφυλλο — το το καθένα από τα δύο μέρη μιας πόρτας, πορτόφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)